Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η στέρνα

См. также в других словарях:

  • στέρνα — (sterna). Νηκτικό πτηνό της οικογένειας της τάξης των στεγανοπόδων. Ανήκει στην οικογένεια των Λαριδών. Έχει μακρύ ράμφος, λεπτά και μάλλον κοντά πόδια και διαπεραστική φωνή. Τα πιο γνωστά είδη είναι η σ. η ερυθρόραμφη, η σ. η μικρή και η σ. η… …   Dictionary of Greek

  • στερνά — (sterna). Νηκτικό πτηνό της οικογένειας της τάξης των στεγανοπόδων. Ανήκει στην οικογένεια των Λαριδών. Έχει μακρύ ράμφος, λεπτά και μάλλον κοντά πόδια και διαπεραστική φωνή. Τα πιο γνωστά είδη είναι η σ. η ερυθρόραμφη, η σ. η μικρή και η σ. η… …   Dictionary of Greek

  • στέρνα — η (λ. λατ.), χτιστή δεξαμενή νερού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στέρνα — στέρνον breast neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγάλη Στέρνα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 125 μ., 518 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χέρσου …   Dictionary of Greek

  • στέρν' — στέρνα , στέρνον breast neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Autobahn 90 (Griechenland) — Vorlage:Infobox hochrangige Straße/Wartung/GR A Αυτοκινητόδρομος A90 in Griechenland …   Deutsch Wikipedia

  • στερνήσιος — α, ο, Ν αυτός που προέρχεται από στέρνα («στερνήσιο νερό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνα + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος)] …   Dictionary of Greek

  • στερνί — το, Ν [στέρνα] υποκορ. μικρή στέρνα, μικρή δεξαμενή …   Dictionary of Greek

  • στερνός — ή, ό, Ν 1. κατοπινός, ύστερος 2. ύστατος, έσχατος, τελευταίος («ήρθε η στερνή σου ώρα», Γρυπ.) 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα στερνά τα γηρατειά 4. φρ. «καλά στερνά» (ως ευχή) καλά γεράματα 5. παροιμ. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα»… …   Dictionary of Greek

  • τερνάκι — το, Ν [στέρνα] υποκορ. μικρή στέρνα, μικρή δεξαμενή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»