-
1 στέρνα
[стэрна] ουσ. Θ. цистерна, бассейн,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στέρνα
-
2 бассейн
бассейн м 1) (водоём) η στέρνα, η δεξαμενή· плавательный \бассейн η πισίνα; закрытый (открытый) \бассейн η κλειστή ( ανοιχτή) πισίνα 2) геогр. το λεκανοπέδιο, η λεκάνη* * *м1) ( водоём) η στέρνα, η δεξαμενήпла́вательный бассе́йн — η πισίνα
закры́тый (откры́тый) бассе́йн — η κλειστή (ανοιχτή) πισίνα
2) геогр. το λεκανοπέδιο, η λεκάνη -
3 водоём
-
4 цистерна
-
5 водоем
водоемм ἡ δεξαμενή, ἡ στέρνα. -
6 водохранилище
водохранилищес ἡ δεξαμενή/ ἡ χαβούζα, ἡ στέρνα (небольшое). -
7 резервуар
резервуарм ἡ δεξαμενή, ἡ στέρνα. -
8 водоем
[βανταιόμ] ουσ. α. δεξαμενή, στέρνα -
9 водоем
[βανταιόμ] ουσ α δεξαμενή, στέρνα -
10 водоём
-а α.δεξαμενή, στέρνα•естественный водоём φυσική δεξαμενή•
искусственный водоём τεχνητή δεξαμενή.
-
11 водохранилище
-а ουδ.τεχνητή δεξαμενή, λίμνη. || στέρνα.
См. также в других словарях:
στέρνα — (sterna). Νηκτικό πτηνό της οικογένειας της τάξης των στεγανοπόδων. Ανήκει στην οικογένεια των Λαριδών. Έχει μακρύ ράμφος, λεπτά και μάλλον κοντά πόδια και διαπεραστική φωνή. Τα πιο γνωστά είδη είναι η σ. η ερυθρόραμφη, η σ. η μικρή και η σ. η… … Dictionary of Greek
στερνά — (sterna). Νηκτικό πτηνό της οικογένειας της τάξης των στεγανοπόδων. Ανήκει στην οικογένεια των Λαριδών. Έχει μακρύ ράμφος, λεπτά και μάλλον κοντά πόδια και διαπεραστική φωνή. Τα πιο γνωστά είδη είναι η σ. η ερυθρόραμφη, η σ. η μικρή και η σ. η… … Dictionary of Greek
στέρνα — η (λ. λατ.), χτιστή δεξαμενή νερού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στέρνα — στέρνον breast neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεγάλη Στέρνα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 125 μ., 518 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χέρσου … Dictionary of Greek
στέρν' — στέρνα , στέρνον breast neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Autobahn 90 (Griechenland) — Vorlage:Infobox hochrangige Straße/Wartung/GR A Αυτοκινητόδρομος A90 in Griechenland … Deutsch Wikipedia
στερνήσιος — α, ο, Ν αυτός που προέρχεται από στέρνα («στερνήσιο νερό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνα + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος)] … Dictionary of Greek
στερνί — το, Ν [στέρνα] υποκορ. μικρή στέρνα, μικρή δεξαμενή … Dictionary of Greek
στερνός — ή, ό, Ν 1. κατοπινός, ύστερος 2. ύστατος, έσχατος, τελευταίος («ήρθε η στερνή σου ώρα», Γρυπ.) 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα στερνά τα γηρατειά 4. φρ. «καλά στερνά» (ως ευχή) καλά γεράματα 5. παροιμ. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα»… … Dictionary of Greek
τερνάκι — το, Ν [στέρνα] υποκορ. μικρή στέρνα, μικρή δεξαμενή … Dictionary of Greek